κάστωρ

κάστωρ
I
(2ος αι. π.Χ.). Χρονικογράφος και ρήτορας από τη Ρόδο. Είναι γνωστοί μόνο οι τίτλοι από τα έργα του: Αναγραφή Βαβυλώνος και των θαλασσοκρατησάντων, Χρονικά αγνοήματα, Περί επιχειρημάτων, Περί πειθούς, Περί του Νείλου, Τέχνη ρητορική, Περί μέτρων κ.ά., χρονικά που αποτέλεσαν σημαντική πηγή για τους μεταγενέστερους χρονικογράφους.
II
Οικισμός (54 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πελλάνας.
III
(Αστρον.). Πρόκειται για τον αστέρα α του αστερισμού των Διδύμων. Ο Κ. είναι διπλός αστέρας, δηλαδή αποτελείται από δύο αστέρες, εκ των οποίων ο πρώτος έχει μέγεθος 2,0 και ο δεύτερος 2,8. Ο μικρότερος κινείται γύρω από τον μεγαλύτερο σε χρονικό διάστημα περίπου 307 ετών. Οι δύο αστέρες απέχουν μεταξύ τους 1’, 8 και μεσουρανούν την 21η ώρα στις 22 Φεβρουαρίου 6° Ν του ζενίθ της Αθήνας.
* * *
κάστωρ, ὁ (AM)
βλ. κάστορας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κάστωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάστωρ και Πολυδεύκης — Βλ. λ. Διόσκουροι …   Dictionary of Greek

  • Кастор родосский ритор — (Κάστωρ) ритор с о ва Poдоса, по другим из Массилии, живший в I в. до Р. Х. и носивший прозвище Φιλορωμαϊος. Он написал несколько сочинений исторических и риторических, из которых от большинства нам известно только заглавие. В Χρονικά он… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Кастор, родосский ритор — (Κάστωρ) ритор с о ва Родоса, по другим из Массилии, живший в I в. до Р. Хр. и носивший прозвище Φιλορωμαϊος. Он написал несколько сочинений исторических и риторических, из которых от большинства нам известно только заглавие. В Χρονικά он… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κάστορ — Κάστωρ masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορ — κάστωρ masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάστορα — Κάστωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάστορα — κάστωρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάστορας — Κάστωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”